hogareño - ορισμός. Τι είναι το hogareño
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι hogareño - ορισμός


hogareño      
adj.
1) Amante del hogar y de la vida de familia.
2) Perteneciente o relativo al hogar.
hogareño      
hogareño, -a
1 adj. De hogar: "Vida [o estampa] hogareña".
2 Amante de la vida de hogar o de *familia.
hogareño      
Sinónimos
adjetivo
2) sencillo: sencillo, llano, natural
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για hogareño
1. Soy hogareño y me gusta viajar cosa que ahora hago lo más limpio posible.
2. Nadal, sencillo y hogareño, asegura que haberse convertido en un deportista de élite no le ha cambiado en absoluto.
3. Der el Bahari, en árabe, quiere decir “la casa del Norte”, no casa en el sentido hogareño –eso sería beit–, sino como acogida, como refugio.
4. La conferencia episcopal de los obispos de Chile llama a rechazar la violencia y que los padres hablen con los hijos, en un desesperado apelo al autoritarismo hogareño.
5. Mostraron anuncios publicitarios en árabe emitidos por la televisión iraquí, en los que pedían clemencia a los secuestradores, y publicaron una página de internet en la que presentaban a Wood como un hombre muy hogareño y humilde.
Τι είναι hogareño - ορισμός